- αναζωγράφησις
- (-εως) η реставрация картин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναζωγράφησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήσεις — ἀναζωγράφησις fem nom/voc pl (attic epic) ἀναζωγράφησις fem nom/acc pl (attic) ἀναζωγραφέω paint completely aor subj act 2nd sg (epic) ἀναζωγραφέω paint completely fut ind act 2nd sg ἀ̱ναζωγραφήσεις , ἀναζωγραφέω paint completely futperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήσεσι — ἀναζωγράφησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγράφησιν — ἀναζωγράφησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζωγράφηση — η (Α ἀναζωγράφησις) [ἀναζωγραφῶ] νεοελλ. το ξαναζωγράφισμα μιας εικόνας από την αρχή ή με εντονότερα χρώματα αρχ. εικόνα, απεικόνιση, αναπαράσταση … Dictionary of Greek
ἀναζωγραφήσεως — ἀναζωγραφήσεω̆ς , ἀναζωγράφησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)